- γναθιαίος
- αία, ο[ν], γναθικός, ή , ό[ν] челюстной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναθιαίος — α, ο [γνάθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γνάθο («γναθιαία οστά» τα οστά που σχηματίζουν τη γνάθο) … Dictionary of Greek
γναθιαίος — α, ο αυτός που ανήκει στη γνάθο: Γναθιαία αρτηρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνάθιος — α, ο [γνάθος] 1. ο γναθιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. γνάθιο, το το άκρο τής κάτω γνάθου στη μέση τού πιγουνιού … Dictionary of Greek
σιαγονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιαγόνα, γναθιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
γναθικός — ή, ό ο γναθιαίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)